ἀμ-μᾶς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀμ-μᾶς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀμ-μᾶς ὁ, Ρόδ. Σύμ. ἀμμᾶς Λυκ. (Λιβύσσ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιφων. ἀμ-μά.
Σημασιολογία
Ὁ μεγαλύτερος βόλος, διὰ τοῦ ὁποίου τὰ παιδία ἐν τῇ παιδιᾷ καρύδιˬα κτυποῦν τοὺς λοιποὺς βόλους, οἵτινες εἶναι κυπαρισσόμηλα, πλατανόμηλα κττ. Διἀ τἠν σημασιολογικὴν ἐξέλιξιν πβ. μάννα =μέγα κρόμμυον. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. Κάρπ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA