ἄμμουδα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἄμμουδα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀμμουδα ἡ, Σύμ. Σῦρ. -Λεξ. Μ. Ἐγκυκλ. Βλαστ. ἂμμ'δα Σκῦρ. ἂμμουδος Χίος ἀμμουδο Χίος

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. ἂμμος παρὰ τὀ θέμ. τοῦ πληθ. ἂμμουδες κατά τὸ ἀντίστροφον σχῆμα θάλασσες-θάλασσα κττ. Τό ἂμμουδος κατὰ τό συνών. ἂμμος. Πβ. καὶ ΓΧατζιδ. ἐν Ἀθηνᾷ 29 (1917) 201

Σημασιολογία

1) Θαλασσία ἂμμος Σκῦρ. Σῦρ. -Λεξ. Μ. Ἐγκυκλ.: Ὁ λύχνος εἶναι ψάρι τῆς ἂμμουδας Μ. Ἐγκυκλ. Συνών. ἀμμοιδη, ἂμμος 1, ἀμμουδιˬὰ 4, ἀμμοῦσα 2, ἂμμωσι. 2) Ἀμμώδης παραλία Χίος -Λεξ. Βλαστ.: ᾎσμ. Γεμίζ' ἡ ἂμμουδος παννιˬὰ τσ' ἡ θάλασσα καραβιˬα τσαὶ τ' ἀμμογιˬάλι γέμισε ὂμορφα παλληκάριˬα Χίος. Ἠ λ. καῖ ὡς τοπων. Χίος β) Ἐκτεταμένον ἀμμῶδες ὓψωμα παραλίας Σύμ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/