ἀμμούδä
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀμμούδä
Τυπολογία
ἀμμούδä σύνδ. πόντ. (Ὂφ. Χαλδ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν συνδ. ἂν καὶ μουδὲ, δι' ὃ ἰδ. μηδέ
Σημασιολογία
Πρίν, προτοῦ ἒνθ' ἀν.: Παροιμ. Τό μωρό ἀμμούδä κλαίῃ, βυζί οὐ δίγουν ἀ (πρίν κλαύσῃ τό βρέφος, δέν δίδουσιν εἰς αὐτό μαστόν. Ὃτι εἰς τόν μή ζητοῦντα οὐδέν δίδεται) Ὂφ. || Γνωμ. Ἀμμούδä ἀκούς, μή συντυαίνης (πρίν ἀκούσῃς, μἠ ὁμίλει ) αὐτόθ. Ἀμμούδä παθάνῆς, οὐ μαθάνεις 9πρίν πάθῆς, δεν μανθάνεις) αὐτοθ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA