ἀμόγητε
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀμόγητε
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀμόγητε ἐπίθ. Τσακων.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἀρχ. ἐπιθ. ἀμόγητος=ὁ μὴ καταπονούμενος, ἀκούραστος
Σημασιολογία
Ὁ κεκτημένος πολλά προσόντα, χαριτόβρυτος: Ἒ, ἀφέγκη μι ἀμόγητε! (ἒ, ἀφέντη μου κτλ.) || ᾎσμ. Σατέρε μι ἀμόγητε, σάν ὀρφαναί καί χῆρι καὶ αἱ δύο ἀπεμείνατε έν τῇ ξένῃ νὰ ντὶ νὶ καθαρίσου (θυγατέρες μου χαριτρόβρυτοι, σάν ὀρφαναὶ καὶ χῆραι καὶ αἱ δύο ἀπεμείνατε ἐ τῇ ξένῃ δυστυχεῖς! Μοιρολ.) Νὰ ἂρου τὸν ἀμόγητε τζαὶ λυγηρὲ κορμὀν τι ἀπό ὸν τάφο τὸν κικρὲ νὰ ντὶ νὶ καθαρίσου (νἀ ἂρω τὸμ χαρ. καὶ λυγηρὸν κορμόν σου ἀπό τὸν τὰφον τὸν πικρ[ον νὰ σοῦ τὸν καθαρὶσω)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA