ἄμο͜ιαστα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἄμο͜ιαστα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίρρημα

Τυπολογία

ἄμο͜ιαστα έπίρρ. Κρήτ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπίθ. ἂμο͜ιαστος. Ἡ λ. καὶ παρ'Ἐρωτοκρ. Α 1231 (ἒκδ. ΣΞανθουδ.) «ἐγνώριζε κ'ἐθεώρει το κι ἂμοιαστα τυραννᾶτο»

Σημασιολογία

Κατά τόπον μή προσήκοντα, ἀτόπως, ανοικείως: Ἐφερθηκεν ἄμο͜ιαστα

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/