ἄμο͜ιαστος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἄμο͜ιαστος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἄμο͜ιαστος ἐπίθ. Κρήτ. -Λεξ. Βλαστ. ἄμο͜ιαστους Εὒβ. (Στρόπον.) ἀνεμο͜ιαστος ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 1,139

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. μο͜ιαστος <μο͜ιαζω.

Σημασιολογία

Ἡ λ. καὶ παρ' Ἐρωτοκρ. Α 168 (ἒκδ. ΣΞανθουδ.) «καἰ πράματ' ἀνημπόρετα κι ἂμοιστα νά γυρεύγῃς». Ὁ μή προσήκων, ἂτοπος, ἀνοίκειος ἒνθ' ἀν.: Λόγιˬα ἄμο͜ιαστα Κρήτ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/