ἀμόν-τε
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀμόν-τε
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίρρημα
Τυπολογία
ἀμόν-τε ἐπίρρ. Ἀθῆν. Ζάκ. Κέρκ. (Ἀργυρᾶδ. κ.ἀ.) Κεφαλλ. Κρήτ. Λέσβ. Νάξ. (Γαλανᾶδ. Γλυνᾶδ) κ.ἀ.) Πάρ. Πλοπν. (Μάν.) Σῦρ. Χίος ἀμόν-τι Ἴμβρ. Λυκ. (Λιβύσσ.) κ.ἀ. ἀμόν-τες Κρήτ. ἀμόν-τως Πελοπν. (Κορινθ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ Ἰταλ. a monte. Πβ. GMeyer Neugr. Stud. 4,10. Τὸ ἀμόντως κατὰ τὸ ἐπίρρ. άδίκως κττ.
Σημασιολογία
Μάτην, ἀνωφελῶς, συνήθως μετὰ τοῦ ρ. πηγαίνω ἢ πάω ἔνθ᾿ἀν. : Ὅλες μας οἱ ἐλπίδες πήγανε ἀμόν-τε Κέρκ. Ἐπῆε ἀμόν-τε Μάν. Πήανε τὰ χρήματά του ἀμόν-τε Γαλανᾶδ. ᾿ Ξοδιˬάζει ἀμόν-τες Κρήτ. Νὰ πάῃ ἀμόν-τε τόσος κόσμος ! Νάξ. Πρόσεξε μὴν τὸ κάνῃς, γιˬατὶ πάς ἀμόν-τως (χάνεσαι, καταστρέφεσαι) Κορινθ. || Φρ. Πάμε ἀμόν-τε (λέγεται ἐν τῷ χαρτοπαιγνίῳ, ὅταν οἱ παῖκται ἀπορρίποτοντες τὰ διανεμηθέντα φύλλα ἀπαιτοῦν νέαν κατανομὴν) πολλαχ. Ἡ λ. ὑπὸ τὸν τύπ. Ἀμόν-τες καὶ ἐπών. Κεφαλλ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA