ἀμορίλα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀμορίλα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀμορίλα ἡ Πελοπν. (Ἀρκαδ. Γορτυν. Δημητσάν. Καλάβρυτ. Κορινθ. Λακων. Μάν. κ.ἀ.)
Ετυμολογία
Ἴσως ἐκ τοῦ Ἰταλ. mora καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -ίλα.
Σημασιολογία
1) Ὀκνηρία, ραθυμία, φυγοπονία Πελοπν. (Καλάβρυτ. Κορινθ. Λακων.) Συνών. ἀμελάγρα, ἀμέλεια, ἀμελησία, ἀμελιˬά, ἀμελιˬό, τεμπελιˬά. 2) Ἀναξιότης, ἀνικανότης Πελοπν. (Κορινθ. Μάν. κ.ἀ.) 3) Δυστυχία, κακοτυχία Πελοπν. (Ἀρκαδ. Γορτυν κ.ἀ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA