ἀμορόζα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀμορόζα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀμορόζα ἡ, μορόζα DCHesseling Mots marit. 23 ἀμορόζα σύνηθ. ἀμουρόζα Κάρπ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ Ἑνετ. borose. Πβ. DCHesseling ἔνθ᾿ἀν. 14. Διὰ τὴν τροπὴν τοῦ b εἰς μ πβ. τὰ τοπων. Bonifacio - Μονοφάτσι, Bucovina - Μουκοβίνα καὶ τὰ ἐπών. Μπενάρδος (=Bernardo) – Μενάρδος, Μπενῆς (= Beno = Βενέδικτος) καὶ Ζέλης - Μπενηζέλος - Μεντζέλος κτλ. Πβ. ΑΧατζῆν ἐν Ν. Ἑλληνομν. 19 (1925) 325. Τὸ ου τοῦ τύπ. ἀμουρόζα διὰ τὸ μ. Πβ. μορέα - μουρεˬὰ κττ.
Σημασιολογία
Περίδεσμον τῶν ἱστίων, ἀροδέα : Φρ. Δένω - περνῶ - πιάνω τὴν ἀμορόζα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA