ἄμορος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἄμορος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἄμορος ἐπίθ. (II) Αἴγιν. Πελοπν. (Ἀνδρίτσ. Ἀρκαδ. Γελίν. Γεωργ. Δημητσάν. Καλάβρυτ. Λάστ. Μάν. Οἰν. Σαραντάπ. Σουδεν. Συκεˬὰ Κορινθ. Τρίκκ. Τρίπ. Φεν. κ.ἀ.) ἄμορε Τσακων. ἄμουρος Πελοπν. (Ἄργ.) ἄιμορος Ἤπ. ἄιμουρος Ἤπ. Θηλ. ἀμουροῦ Πελοπν. (Λακων. Μαν.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀμορίλα κατὰ τὸ ἀντίστροφον σχῆμα ἀμωρἰλα - ἄμωρος, δι᾿ἃ ἰδ. μωρίλα, μωρός. (Κατὰ ΣΨάλτην ἐν Ἀθηνᾶ 28 <1916> Λεξικογρ. Ἀρχ. 53 ἑξ. ἐκ τοῦ ἐπιθ. μωρός). Διὰ τὴν ἀνάπτυξιν τοῦ ι ἐν τῷ τύπ. ἄιμορος ἰδ. ἀμάραντος.

Σημασιολογία

1) Ὀκνηρός, ράθυμος, φυγόπονος Πελοπν. (Ἄργ. Καλάβρυτ. Λακων. Μάν Σουδεν. Τρίπ. κ.ἀ.) : ᾎσμ. Κ᾿ἐγὼ καθούλα κιˬ ἀμοροῦ |καὶ κάθομαι ᾿ς τὸ μαγαζὶ καὶ πίνω τὸ γλυκὸ κρασὶ |καὶ κάνω χρόνο καὶ παιδὶ (μοιρολ. καθούλα=ἀμελὴς) Μάν. Συνών. ἄβραστος Β 1, ἀκαμάτης 1, ἀμελής, ἀμελητής 2, ἄμελος 1, ἄψητος, τεμπέλης, ὠμός. 2) Ἀνίκανος, ἀνεπιτήδειος, ἀνάξιος, Πελοπν. (Δημητσάν. Καλάβρυτ. Λάστ. Μάν. Οἰν. κ.ἀ.) Τσακων. : Εἴν᾿ἕνας ἄμορος Μἀν. Ἄμορος ἄνθρωπος, τί περιμένεις; Δημητσάν. || ᾎσμ. Ἐγώ χωράφι σὃδωκα νὰ σπείρῃς, νὰ θερίσῃς, σὰν ἔχῃς βόιδιˬα ἄμορα, τ᾿ἀλλέτριˬα καλαμένιˬα ! (ἐνν. τί πταίω ἐγώ;) Λάστ. 3) Κακὸς καθ᾿ὅλου Αἴγιν. Πελοπν. (Ἀνδρίτσ. Γελίν. Γεωργ. Δημητσάν. Σαραντάπ. Συκεˬά Κορινθ. κ.ἀ.) : Ἔχεις ἄμορο ζακόνι (ζακόνι=ἕξις) Ἀνδρίτσ. Ἄμορο χούι (ἕξις) Δημητσάν. Ἄμορη ἡ φωνή σου Ἀνδρίτσ. Ἐγώ ἔχω ἄμορο χνότο (ἐκπνοήν) Γελίν. Τὰ λίγα σπίτια εἴναι ἄμορο χωριὸ Συκεˬὰ Κορινθ. Τὸ σπίτι μὲ διχωτὰ ἥλιˬο εἴναι ἄμορο (μὲ διχωτὰ ἥλιˬο=ἄνευ ἡλίου) Σαραντάπ. Ἄμορη κλήρα ! (κακὸς κληρονόμος, κακὸν παιδίον ! ) Αἴγιν. β) Ἐλαττωματικός, ἀτροφικός, κακῆς ποιότητος Πελοπν. (Σουδεν. Τρίκκ. Φεν. κ.ἀ.) : Γέννημα - παιδὶ - πρᾶμα ἄμορο Σουδεν. Τὰ δικά μου τ᾿ἀρνιˬὰ εἶναι ἀμορώτερα ᾿π᾿ τὰ δικά σου Τρίκκ. Ἄμορο μοῦ ᾿πεσε λιγούλλι τὸ χωράφι (ἄμορο = ἄγονον) Φεν. 4) Ἀτυχής Ἤπ. Πελοπν. (Ἀρκαδ. Λάστ. κ.ἀ.) : Σῦρε νὰ εἰπῇς τῆς μάννας σου τῆς ἄιμουρης Ἤπ. || Γνωμ. ᾿Σ τὸν ἄμορο τὸν τόπο τὸ Μάι μῆνα χιόνιζε Πελοπν. Συνών. ἄκληρος 2, ἄμοιρος 1 β, ἄτυχος, κακόμοιρος, κακορρίζικος, κακότυχος. 5) Δυσοίωνος Πελοπν. (Ἀρκαδ.) : ᾎσμ. Τὶ ἦρθαν οἱ πόστες ἄμορες καὶ τὰ φερμάνιˬα μαῦρα (τὶ=διότι).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/