ἄμουλα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἄμουλα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἄμουλα ἡ, Βιθυν. (Κατιρ.) Ἰων. (Κρήν) Χίος (Νένητ. κ.ἀ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ Ἰταλ. amola, ὃ ἐκ τοῦ Λατιν. amula, τοῦτο δὲ ἐκ τοῦ Ἑλλην. ἀρχ. ἄμη. Πβ. GMeyer Neugr. Stud. 3,10. Ἡ λ. καὶ παρὰ Πορτ.
Σημασιολογία
Φιάλη ἐλαίου, ὃξους, οἴνου κττ. ἔνθ᾿ἀν. : Ἄμουλες γιομᾶτες λάδι Κατιρ. || ᾎσμ. Λάμπουν τὰ δυˬό σου μάγουλα |σὰν τὸ κρασὶ᾿ς τὴν ἄμουλα Κρήν. Συνών. μπουκάλι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA