ἀμούστακος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀμούστακος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀμούστακος ἐπίθ. κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. Οἰν.) ἀμούσταγος Ζάκ. Κεφαλλ. Πόντ. (Κερασ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ οὐσ. μουστάκι. Περὶ τοῦ τύπ. ἀμούσταγος.

Σημασιολογία

1) Ὁ ἄνευ μύστακος ἔνθ᾿ἀν. : Ἀμούστακο παιδὶ κοιν. || Γνωμ. Βάλε ἀσπρογένει νὰ μὲ κλαδέψῃ, ἀμούστακο νὰ μὲ σκάψῃ (βάλε γέροντα νὰ μὲ κλαδεύσῃ, διότι εἶναι πεπειραμένος, καὶ νέον νὰ μὲ σκάψῃ διότι εἶναι ρωμαλέος. Ταῦτα ὑποτίθεται λέγουσα ἡ ἄμπελος) ΠΓεννάδ. ἐν Ἑλλην. γεωργ. 9,420 || ᾎσμ. Ταὶ νέον ταὶ ἀμούστακον ᾿πάνω ᾿ςτὲς ἀντρ͜ειὲς του Κύπρ. Συνών. ἀμούστάκωτος. 2) Ἀγένειος Ζάκ. Κρήτ. Συνών. ἀμουστάκευτος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/