ἀμπανόζι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀμπανόζι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀμπανόζι τό, σύνηθ. ἀbανόζι πολλαχ. ἀbανόζ᾿Α. Ρουμελ. (Φιλιππούπ.) ἀπανόζ᾿Πόντ. (Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ Περσοτουρκ. abanoz, ὃ ἐκ τοῦ Ἑλλην. ἔβενος. Ἡ λ. ὑπὸ τὸν τύπ. ἀμπανόσι παρὰ Σομ.
Σημασιολογία
Τὸ σκληρὸν καὶ μέλαν ξύλον τοῦ διοσπύρου (diospyros) τῆς τάξεως τῶν ἐβενωδῶν (ebenaceae) ἔνθ᾿ἀν. : Μαῦρος σὰν ἀμπανόζι Πελοπν. || Φρ. Ἐγί᾿ κα ἀμπανόζ᾿(ἔγινα μέλας) Ἤπ. Νὰ γέ᾿ἀμπανόζ᾿!(νὰ μείνῃ μετὰ τὸν θάνατον ἄλυτος! Ἀρὰ) Ἤπ. Συνών. ἀμπανόξυλο, ἀμπανὸς 1, ἔβενος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA