ἀμπαντονάρω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀμπαντονάρω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀμπαντονάρω Πελοπν. Πόντ. (Οίν.) Χίος κ.ἀ. ἀbbαdονάρω Κρήτ. Νάξ. ἀbbadουνάρω Θήρ. Νάξ. Κ. ἀ. ἀbbαdουνιάρου Θρᾴκ. (Μάδυτ.)άbbαdονιˬάρω Κρήτ. ἀπαdονιˬάρω Κρήτ. ᾿παντονάρω Μεγίστ. ᾿ παdουνάρου Ἴμβρ. ᾿ παdονάρω Θήρ. ᾿ παdουνάρω Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Πάρ. ᾿παdουνιˬάρω Κρήτ. ᾿ παντουνιˬάρω Νίσυρ. ᾿παdονιˬέρνω Κρήτ. ἀμπαντουναρίζω Νάξ. ᾿παντοναρίζω Χίος ᾿ παdουναρίζω Νάξ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ Ἰταλ. αbbαdοναρε. Ἡ λ. καὶ ἐν κειμένῳ τοῦ 17ου αίῶνος. Οἱ τύπ. είς - ιˬάρω κατ᾿ἄλλα ρήματα ὁμοίως λήγοντα. Πβ. ἀκκομπανιˬάρω κττ.

Σημασιολογία

1) Ἀφίνω, ἐγκαταλείπω ἔνθ᾿ἀν. : Ἐπαdονιˬάρισές τα Κρήτ. Τὴν ἀμπαντουνάρισεν ἐδῶ τσαὶ μῆνες (ἐνν. τὴν σύζυγον αὑτοῦ) Νάξ. || Φρ. Τὰ ᾿ παdόναρι (ἐξέπνευσεν, ἐπὶ ψυχορραγοῦντος) Ἴμβρ. || ᾎσμ. Λέσι μου νὰ μὴ σ᾿άγαπῶ καὶ νὰ μὴ σ᾿άdονιˬάρω, μὰ σὺ κακὸ δὲ μοῦ ᾿καμες, πῶς θὰ σὲ ᾿παdονάρω; (ἀdονιˬάρω = ἀξιῶ τιμῆς, τιμῶ) Θήρ. Νόπου μὲ φίλ͜ειεν κ᾿ ἤλεε, ποτέ dου δὲ μ᾿ἀρνᾶται, τώρι μὲ ᾿ παdουνάρισε σᾶν καλαμεˬὰ ᾿ ς τὸ gάbο Ἀπύρανθ. Κάμε κλειδὶ κιˬ ἀντίκλεισο, κλείδωσε τὴ gαρδιˬά μου, μὰ ᾿γὼ θὰ πά᾿νὰ παdρευτῶ κ᾿ ἐσὲ θ᾿ἀπαdονιˬάρω Κρήτ. Συνών. *ἀμπαντονεύω. 2) Παραμελῶ Νίσυρ.: Γιὰ σένα ἐπαντούνιˬαρα τὴν δουλ͜ειά μου Νίσυρ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/