ἄμπαρη
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἄμπαρη
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἄμπαρη ἡ, Κύπρ.
Ετυμολογία
Ἀγνώστου ἐτύμου.
Σημασιολογία
Οἶνος μεθ᾿ἅλατος καὶ κόκκων κοριάννου, εἰς τὸν ὁποῖον θέτουν ἐπὶ τινας ἡμέρας τὸ χοιρινὸν κρέας πρὸς κατασκευὴν ἀλλάντων : Θὰ κάμω τὰ λουκάνικα, ἔει πέντ᾿ἕξι μέρες ποῦ ἔχω τὰ τιτιˬὰ ᾿ς τὴν ἄμπαρην (τιτιˬὰ=κρέατα).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA