ἀμπαρκάριστος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀμπαρκάριστος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀμπαρκάριστος ἐπίθ. Μεγίστ. κ.ἀ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *μπαρκαριστὸς < μπαρκάρω κατὰ τὰ ἐκ τῶν εἰς -ίζω ρ. παράγωγα.

Σημασιολογία

1) Ὁ μὴ προσληφθεὶς ὡς ναύτης Μεγίστ. 2) Ὁ μὴ είσβιβασθεὶς εἰς τὸ πλοῖον, ἐπὶ ἐμπορευμάτων Μεγίστ. κ.ἀ.: Ἔμειναν τὰ λᾴδια ἀμπαρκάριστα ἀγν. τόπ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/