ἀμπαρομμάτι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀμπαρομμάτι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀμπαρομμάτι τό, ἀμάρτ. ἀμπρομμάτ᾿Πόντ. (Σάντ. Χλδ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ. ἀμπάρι καὶ μάτι.
Σημασιολογία
1) Τὸ στόμιον τοῦ ἀμπαριοῦ, ἤτοι τῆς ἀποθήκης. 2) Διαμέρισμα ἀποθήκης.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA