ἀμπαρρώνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀμπαρρώνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀμπαρρώνω, μπαρρώνω Νάξ. (Τρίποδ. κ.ἀ.)Σῦρ. κ.ἀ. bαρρώνω Ἄνδρ. μπαρ-ρών-νω Κύπρ. μπαρ-ρών-νω Μεγίστ. Σίφν. bαρρών-νω Σύμ. ἀμπαρρώνω κοιν. ἀbαρρώνω πολλαχ. ἀμπαρρώνου Εὔβ. (Κονίστρ. κ.ἀ.)Λυκ. (Λιβύσσ.)Στερελλ. (Καλοσκ.)ἀbαρρώνου Εὔβ. (Ὄρ.)Ἴμβρ. ἀμπαρρών-νω Μεγίστ. ἀσbαρρώνου Πελοπν. (Μάν.)ἀμπαρρούου Τσακων.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦοὐσ. ἀμπάρρα.
Σημασιολογία
1)Μοχλῶ, κλείω θύραν ἔσωθεν διὰ τῆς ἀμπάρρας, κοιν. καὶ Τσακων.: Ἀμπαρρώνω τὴν πόρτα κοιν. Ἀμπάρρωσα καὶ κοιμήθηκα Πελοπν. (Καλάβρυτ.)Συνών. ἰδ. ἐν. λ. ἀμπαροκλειδώνω. β)Τοποθετῶ τὴν θύραν τῆς εἰσόδου τοῦ κήπου Στερελλ. (Καλοσκοπ.)Πβ. ἀμπάρρα 7. 2) Ἐν γένει κλείω πολλαχ.: Σὺ τὸ ᾿ χεις ἀbαρρώσει τὸ σπίτι ποῦ δὲ bορεῖ νὰ bῇ οὔτε διάβολος Μάν.|| Αἰνίγμ. Κλείνω κλείνω κιˬ ἀbαρρώνω | καὶ τὸν κλέφτη μέσα βρίσκω (τὸ ἡλιακὸν φῶς)Σῦρ. κ.ἀ. Κλειδούου τζ᾿ἀμπαρρούου τζ᾿ ὁ κρέφτα τἄσου ἔνι (καὶ ὁ κλέπτης εἶναι ἐντός. Συνών. τῷ προηγουμένῳ)Τσακων. || ᾎσμ. Νοικοκυρὰ ᾿ τοιμάζεται –ν- ὀχ τὸ νοικοκυρ͜ειό της καὶ φεύγει ἀπὸ τὸ σπίτι της καὶ φεύγει ἀπὸ τὸ βιˬός της, μὰ εἴτ᾿ ἐκλεισε, μὰ εἴτ᾿ ἀμπάρρωσε, μὰ εἴτε κλειδιˬὰ -ν- ἐπῆρε (μοιρολ.)Πελοπν. (Γορτυν.)Συνών. κλειδώνω, κλείω. 3) Ἀνθίσταμαι ἰσχυρογνωμόνως, συνήθως ἐπὶ διενέξεων Κύπρ.:Ἐμπάρ-ρωσεν τ᾿ ἐν ἔκαμεν τεῖνον ποῦ τοῦ εἶπαν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA