ἀμπᾶς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀμπᾶς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀμπᾶς ὁ, σύνηθ. ἀbᾶς πολλαχ. ἀμπᾶ Τσακων. ἀπὰ ἡ, Καππ. Πόντ. (Κοτύωρ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ Ἀραβοτουρκ. αbα. Ἡ λ. καὶ παρὰ Μπεργαδ. Ἀπόκοπ. στ. 187 (ἔκδ. ELegrand Biblioth. grecq. vulg. 2,103) .
Σημασιολογία
1)Ὕφασμα μάλλινον ἁδροϋφές, ἐρέα ἐγχωρίου ὑφαντικῆς πολλαχ.: Ἕνα σκουφάκι ἄσπρο ἀπὸ ἄμπᾶ (ἐκ παραμυθ.)Ἄθῆν. (παλαιότ.)Συνών. σαγιάκι. β)Μάλλινον ὑπόστρωμα, ἐφ᾿οὖ τοποθετουμένου τοῦ ὑφάσματος τοῦ λεγομένου καλέμικεριˬοῦ γίνεται ἡ ἐκτύπωσις τῶν ἐπ᾿αὐτοῦ σχημάτων Σῦρ. (Ἑρμούπ.)2)Ἔνδυμα χειμερινὸν ἐκ μαλλίνου ἁδροϋφοῦς ὑφάσματος, ἰδίᾳ ἐπενδύτης ἀνδρικὸς χωρικῶν, ποιμένων, γεωργῶν, πτωχῶν κττ. σύνηθ. καὶ Τσακων. κ.ἀ.: Φόρισι κὶ dοὺν ἀbᾶ τ᾿ νὰ μὴ κρυˬουλουγήσ᾿ Ἴμβρ. || Παροιμ. Καὶ γιˬ᾿ αὐτά σου καὶ γιˬ᾿αὐτά σου | ἔχει ψεῖρες ὁ ἀμπᾶς σου (ἐπὶ ἀνθρώπων ἀσυνέτων πασχόντων)διὰ τὰς πράξεις αὑτῶν)ΙΒενιζέλ. Παροιμ. 2 122, 78. Συνών. γαμπᾶς. Πβ. χοντρόρρουχο.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA