ἀμπασσάδα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀμπασσάδα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀμπασσάδα ἡ, Νάξ. (Γαλανᾶδ. Τρίποδ.)Σίφν. — Λεξ. Δεὲκ ἀbασσάδα Ἄνδρ. Θήρ. Κρήτ. Κύθν. Νάξ. (Ἀπύρανθ. Κορων. κ.ἀ.)Πάρ. (Λεῦκ. κ.ἀ.)ἐbασσάδα Κρήτ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ Ἑνεστ. ambassada. Πβ.GMeyer Neugr. Stud. 4,10. Ἡ λ. καὶ παρὰ Σομ.

Σημασιολογία

1) Ἐργασία, ὑπηρεσία μικρὰ καὶ ἄκοπος ἀνατεθειμένη εἴς τινα ἔνθ᾿ἀν.: Τοῦ ᾿ καμα τὴν ἀbασσάδα Πάρ. Ἔλα, παιδάτσι μου, νὰ σὲ χαρῶ, νὰ μοῦ κάμῃς μιˬὰν ἀμπασσάδα, γιˬατὶ δὲν ἔχω κἀένα (κἀνένα)Νάξ. Θὰ σὲ στείλω σὲ μιˬὰν ἀbασσάδα Πάρ. Δὲν μοῦ ᾿καμε κἀνεὶς μιˬὰν νυχεˬὰ ἀμπασσάδα (οὐδὲ τὴν ἐλαχίστην ὑπηρεσίαν)Σίφν. Συνών. δουλ͜ειά, θέλημα, παραγγελιˬά. 2)Καθόλου, ἐργασία οἱαδήποτε, ἀσχολία Κρήτ. : Μοῦ βοηθᾷ σ᾿ οὕλες μου τσ᾿ ἐbασσάδες.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/