ἀμπασσαδῶρος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀμπασσαδῶρος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

ἀμπασσαδῶρος ὁ, Κέρκ. (Κάτω Γαρούν.)Σίφν. κ.ἀ.— Λεξ. Κομ. ἀbασσαδοῦρος Θήρ. Κρήτ. ἀbασσιαδῶρος Κρήτ. (σφακ. κ.ἀ.)ἀμπασσαδοῦρος Νάξ. (Τρίποδ. κ.ἀ)ἀbασσαδοῦρος Θήρ. Νάξ. (Ἀπυρανθ.)᾿bασσαδῶρος Κύθν.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ Ἑνετ. ambassador. Ἡ λ. καὶ παρὰ Δουκ. (Κατὰ τόν MTriandaphyllidis Lehnwörter 3,105 καὶ 137 ἐκ τοῦ Ἰταλ. ambasciadore) . Ἐν χειρογρ. 16ου αἰῶνος ἀμπαχιˬαδῶρος. Πβ. ΧΠαντελίδ. ἐν Ἀθηνᾷ 34 (1922)144 καὶ 156. Ὁ τύπ. ἀμπασσιˬαδῶρος δι᾿ἀνάπτυξιν ι ὡς καὶ ἐν τῷ ἴσος- ἴσιˬος κττ. Ὁ τύπ. ἀμπασσαδοῦρος καὶ παρὰ Μεουρσ.

Σημασιολογία

1)Ὁ ἀποστελλόμενος δι᾿ὑπηρεσίαν, ὁ ἐκτελῶν παραγγελίαν, ὁ κομίζων εἴδησιν Θήρ. Κρήτ. (Σφακ. κ.ἀ.)Νάξ. Σίφν. κ.ἀ.: Ἀbασσαδῶρος ἦρθε καὶ τὸ ᾿ πε Κρήτ. Πάαινε φέρε μου τὸ νερό νὰ πιˬῶ. — Ὤ καὶ σύ, ὅλον ἀbασσαδοῦρος σοῦ χρειάζεται! χίλιˬοι ἀbασσαδοῦροι θές! Ἀπύρανθ. Ἔλα, παιδάτσι μου, νὰ σὲ χαρῶ, νὰ μοῦ κάμῃς μιˬὰν ἀbασσάδα. — Καὶ τί ; ἀμπασσαδοῦρος σου εἶμ᾿ἐγώ; Νάξ. || Γνωμ. Ὁ ἀbασσαδῶρος ξυλεˬὲς δὲ dρώει (ὁ ἐκτελῶν ἐντολὴν δὲν ὑπέχει εὐθύνην)Θήρ. Ἀbασσαδούρου κεφαλὴ ποτὲ κομμὸ δὲν ἔχει (δὲν ἀποκόπτεται. Συνών τῇ προηγουμένῃ)Ἀπύρανθ. || ᾎσμ. Κ᾿ἐμήνυσά τού το κ᾿ ἐγὼ μὲ τὸν ἀbασσιˬαδῶρο Κρήτ. 2)Ἐργάτης μεταλλείου μεταφέρων μετάλλευμα Κύθν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/