ἀμπεζέριστος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀμπεζέριστος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀμπεζέριστος ἐπίθ. Λεξ. Κομ. Δεὲκ Λάουνδ. ἀbεζέριστος Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.)κ.ἀ. ἀμπιζέριστους Μακεδ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *μπεζεριστὸς < μπεζερίζω. Ἡ λ. καὶ παρὰ Σομ.

Σημασιολογία

Ὁ μὴ ἀπαυδῶν, ὁ μὴ ἀποκάμνων. Συνών. ἀμπεζέριˬαστος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/