ἀμπελάγρι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀμπελάγρι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀμπελάγρι τὸ Σκῦρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἀμαρτ. οὐσ. ἀμπελάγρη, ὅπερ ἐσχηματίσθη κατ᾿ἀντίστροφον σύνθεσιν ἀντὶ ἀγράμπελη. Πβ. ΓΧατζιδ. ἐν Ἀθηνᾷ 22 (1910)211.
Σημασιολογία
ἀντὶ ἀγράμπελη. Πβ. ΓΧατζιδ. ἐν Ἀθηνᾷ 22 (1910)211. Ἀγράμπελη 1, ὅ ἰδ.: Ἐκοψα ἀμπελάγρι νὰ βάλου ᾿ς τὰ βάζα, γιˬατὶ τούτη τ᾿ν ἐποχὴ δὲν εἶναι ἄλλα λουλούδια.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA