ἀμπελικοοικονόμος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀμπελικοοικονόμος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

ἀμπελικοοικονόμος ὁ, Ἄθ.

Ετυμολογία

Ἐκ τῶν οὐσ. ἀμπελικὴ καὶ οἰκονόμος.

Σημασιολογία

Ὁ οἰκονόμος τῆς ἀμπέλου, ἤτοι μοναχὸς ἐπιστατῶν εἰς τὴν καλλιέργειαν καὶ τὸν τρυγητὸν αὐτῆς.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/