ἀμπελολάσι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀμπελολάσι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀμπελολάσι τό, Κέρκ.
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ. ἀμπέλι καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. –λάσι, περὶ ἦς ἰδ. ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 2,457-458.
Σημασιολογία
Τόπος περιέχων πληθύν ἀμπέλων. Πβ. ἀμπελε͜ιά, ἀμπελε̮ῶνας, ἀμπελοτόπι, ἀμπελότοπος, ἀμπελοχώραφο, ἀμπελοχώριν, ἀμπελῶνας, ἀμπελώνι (I) .
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA