ἀμπελοπούλλι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀμπελοπούλλι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀμπελοπούλλι τό, ἀμπελοπούλ-λιν Κύπρ. ἀμπελοπούλλι πολλαχ. ἀbελοπούλλι πολλαχ.

Ετυμολογία

Ἐκ τῶν οὐσ. ἀμπέλι καὶ πουλλί.

Σημασιολογία

Πτηνὰ διαιτώμενα εἰς τοὺς ἀμπελῶνας 1)Ἐμπέριζα ἡ μελανοκέφαλος (emperiza melanocephala)καὶ ἐμπέριζα ἡ κηπουρὸς (emperiza hortulana)τοῦ γένους τῶν ἀμπελιδῶν (ampelidae)τῆς τάξεως τῶν ξηροβατικῶν ἔνθ’ ἀν. Συνών. ἀμπελουργι̮ανός, ἀμπελουργὸς 4, ἀμπελοφάγος, κρασοπούλλι, μεθύστρα. 2)Τὸ πτηνὸν ὀρίολος ἡ γαλβούλη (oriolus galbula)τοῦ γένους τῶν ὀριολιδῶν (oriolidae)τῆς τάξεως τῶν ξηροβατικῶν ἔνθ’ ἀν. Συνών. κιτρινοπούλλι, συκᾶς, συκοφάγος. 3)Τὸ πτηνὸν κρὲξ ὁ λειμώνιος (crex pratensis)τῆς τάξεως τῶν καλοβατικῶν (grallatores)ἔνθ’ ἀν. Συνών. ὀρτυγομάννα, συκοφάγος. [**]

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/