ἀμπελόσκαμμα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀμπελόσκαμμα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀμπελόσκαμμα τό, πολλαχ. ἀbελόσκαμμα πολλαχ.

Ετυμολογία

Ἐκ τῶν οὐσ. ἀμπέλι καὶ σκάμμα.

Σημασιολογία

1)Ἡ μετὰ τὴν βλάστησιν κατὰ Μάρτιον ἢ Ἀπρίλιον γενομένη σκαφὴ τῆς ἀμπέλου πολλαχ.: Δὲν ἐγίνη gαλὸ τ’ἀbελόσκαμμα καὶ γι̮’ αὐτὸ δὲν ἐπρόκοψε d’ ἀbέλι Κρήτ. 2)Κατὰ πληθ., ἡ ἐποχὴ τῆς σκαφῆς τῶν ἀμπέλων Κρήτ.: Ἔλα ‘ς τ’ ἀbελοσκάμματα κ’ ἐγὼ θὰ σὲ πάρ’ ἀργάτη.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/