ἀμπελότραφος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀμπελότραφος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀμπελότραφος ὁ, ἀμάρτ. ἀbελότραφος Κρήτ.
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ. ἀμπέλι καὶ τράφος.
Σημασιολογία
Περίφραγμα ἀμπέλου: Ἐχάλασεν ὁ ἀbελότραφος καὶ bαίνουνε τὰ κωπέλλι̮α καὶ μοῦ κλέφτουνε τὰ σταφύλι̮α.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA