ἀμπελουρε̮ὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀμπελουρε̮ὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀμπελουρεὰ ἡ, ἀγν. τόπ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. *ἀμπελούρα καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. –εά.
Σημασιολογία
Τὸ φυτὸν βρυωνία ἡ Κρητικὴ ἢ βρυωνία ἡ δίοικος (bryonia Cretica ἢ bryonia dioica) . Συνών. ἀγριόκλημα 3, ἀμπελουρίδα 1.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA