ἀμπελώνω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀμπελώνω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀμπελώνω Πελοπν. (Τρίκκ.)Πόντ. (Τραπ. κ.ἀ.)ἀbελώνω Θήρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ μεσν. ἀμπελῶ. Ἡ λ. καὶ ἐν χειρογρ. τοῦ 16ου αἰῶνος.

Σημασιολογία

1)Φυτεύω ἄμπελον Θήρ. Πόντ. (Τραπ. κ.ἀ.) : ᾎσμ. Ἀκρίτας κάστρον ἔχτιζεν κι Ἀκρίτας περιβόλιν, ὅσα τοῦ κόσμου τὰ φυτὰ ἐκεῖ φέρ’ καὶ φυτεύει κι̮ ὅσα τοῦ κόσμου τ’ ἀμπέλ ἐκεῖ φέρ’ κι̮ ἀμπελώνει Τραπ. Συνών. ἀμπελεύω, ἀμπελίζω, ἀντίθ. ξαμπελεύω, ξαμπελίζω, ξαμπελώνω. 2)Ἡ μετοχ. ἀμπελωμένος, ὁ ἐν μέθῃ διατελῶν Πελοπν. (Τρίκκ.)Πβ. φρ. μπῆκε ‘ς τ’ ἀμπέλι̮α ἢ εἶναι μέσ’ ‘ς τ’ ἀμπέλι μπασμένος (ἰδ. ἀμπέλι).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/