ἀμπεροδι̮αρτίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀμπεροδι̮αρτίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀμπεροδι̮αρτίζω ἀμάρτ. Μετοχ. ἀμπεροδκι̮αρτισμένος Κύπρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀμπέρι καὶ τοῦ ρ. δι̮αρτίζω.

Σημασιολογία

Ὁ ζυμωθεὶς καὶ πλασθείς μὲ ἀμπέρι καῖ μεταφ. ὁ ἐπιμελῶς ἀνατραφείς: ᾎσμ. Ἆ, καντι̮οζυμωμένε μου τσ’ ἀμπεροδκι̮αρτισμένε μου ταὶ μονογι̮ὲ τῆς μάννας σου ταὶ τσαμπρανάγι̮ωτέ μου (τσαμπρανάγι̮ωτος = ὁ ἀνατραφεὶς ἐντὸς τῶν αἰθουσῶν) .

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/