ἀμπέχονο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀμπέχονο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀμπέχονο τό, λόγ. σύνηθ.

Ετυμολογία

Τὸ μεταγν. οὐσ. ἀμπέχονον.

Σημασιολογία

Ἐπενδύτης στρατιωτικὸς ἐκ μαλλίνου ἢ λινοῦ ὑφάσματος ἔνθ’ ἀν.: Φορῶ-βγάζω τ’ ἀμπέχονό μου. Μοὔτυχε καλὸ ἀμπέχονο. Συνών. χιτώνιο.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/