ἀμπογι̮άdιστος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀμπογι̮άdιστος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀμπογι̮άdιστος ἐπίθ. σύνηθ. ἀbογι̮άτιστος πολλαχ. ἀμπουγι̮άτ' στους βόρ. ἰδιώμ. ἀbουγι̮άτ'στους πολλαχ. ἀbογι̮άτιγος Κεφαλλ. ἀπογι̮άτιστος Κύπρ. Πόντ. (Κερασ.)ἀπογι̮άτιγος Πόντ. (Κοτύωρ. Χαλδ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *μπογι̮αdιστὸς <μπογι̮αdίζω.

Σημασιολογία

Ὁ μὴ χρωματισθεὶς δι' ἐλαιοβαφῆς, ἀχρωμάτιστος ἔνθ' ἀν.: Ταβάνι ἀμπογι̮άdιστο, πόρτα ἀμπογι̮άdιστη, παράθυρα ἀμπογι̮άdιστα σύνηθ. Ἀπογι̮άτιγον ὁσπίτ' Κοτύωρ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/