ἄμποτε
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἄμποτε
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Σύνδεσμος
Τυπολογία
ἄμποτε σύνδ. κοιν. καὶ Τσακων. ἄμπουτε βόρ. ἰδιώμ. ἄbοτε πολλαχ. ἄμποτες πολλαχ καὶ Πόντ. ἄbοτες Θήρ. Θρᾴκ. Κρήτ. ἄμπουτις Μακεδ. κ. ἀ. ἄbουτις Θρᾴκ. (Αἶν.)νι̮άbοτες Κεφαλλ. νι̮άποντες Κύθηρ.
Ετυμολογία
Τὸ μεσν. ἐπιφών. ἄμποτε, παρ' ὅ καὶ ἄμποτες.
Σημασιολογία
1)Ὡς ὑποθετικὸς σύνδ. ἐὰν Ἤπ. Ρόδ. : Ἄμποτε τώρα εἶναι τέτοιος, ὕστερα τί θὰ γίνῃ; Ἤπ. Συνών. ἄν, ἀνίσως. 2)Ὡς ἐρωτηματικὸν μόρ. ἐκφράζει ἀπορίαν ἢ ἐρώτησιν Ἤπ. : Ἄμποτε τί νὰ γί'κι; Συνών. ἆραγε. 3)Ὡς ἐπιφών. ἐκφράζει εὐχὴν κοιν. καὶ Πόντ. Τσακων.: Ἄμποτε νὰ σὲ δῶ εὐτυχισμένο! Ἄμποτε νὰ δώσῃ ὁ Θεὸς νὰ ἔρθῃ μὲ τὸ καλό! Ἄμποτε νὰ γίνῃ αὐτὸ ποῦ λές! κοιν. Ἄμπουτις νὰ σ' κουθῇ οὑ ἄρρουστους! Μακεδ. Συνών. εἴθε, μακάρι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA