ἀμπούκκωτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀμπούκκωτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀμπούκκωτος ἐπίθ. πολλαχ. ἀbούκκωτος πολλαχ. ἀbούκκουτους Σάμ. κ. ἀ. ἀβούκκωτος Πόντ. (κερασ. Οἰν. Τραπ. Χαλδ. κ. ἀ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. μπουκκωτὸς < μπουκκώνω, παρ' ὃ καὶ βουκκώνω.
Σημασιολογία
1)Ἐκεῖνος εἰς τὸ στόμα τοῦ ὁποίου δὲν ἐτέθη μπουκε̮ά, ἤτοι βλωμός, ὁ ἀτάγιστος Πόντ. (Κερασ. Τραπ. Χαλδ. )Σάμ.: Τ' ἕναν τὸ μωρόν ἐβούκκωσεν καὶ τ' ἄλλο ἐφῆκεν ἀβούκκωτον Τραπ. β) Μεταφ. ὁ μὴ δωροδοκηθεὶς πολλαχ.: Δὲν ἄφησε κἀνέναν ἀbούκκωτο, ὅλους τοὺς bούκκωσε γι̮ὰ νὰ μὴ μιλήσουν. 2)Ὁ μὴ φαγών τι, ὁ νῆστις πολλαχ. Μωρέ, bουκκε̮ὰ δὲν ἔβαλα, ἀbούκκωτος εἶμαι ἀπὸ τὸ πρωὶ πολλαχ. Συνών. ἀφάγωτος. β)Ὁ μὴ φαγών τὸ πρωινὸν πρόγευμα Κύπρ. : Εἶμαι ἀμπούκκωτος ἀκόμα τ' ἄρκεψα νὰ ζαλίζουμαι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA