ἀμπουρι̮άζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀμπουρι̮άζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀμπουρι̮άζω Ἤπ. — Λεξ. Ἠπίτ. ἀμπουρι̮άζου Ἤπ. Μακεδ. (Καταφύγ. Σιάτ. κ. ἀ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. ἄμπουρος.

Σημασιολογία

1)Ἀναδίδω ἀτμούς, ἀναθυμιάζω ἔνθ' ἀν. : Τοὺ καζά'ἄμπουρι̮άζ' ἅμα βγάνουν ρακὴ Μακεδ. Ἀμπουρι̮άζουν τὰ πουκάμ' σα (μετὰ τὴν πλύσιν, ὅταν ἀκόμη εἶναι θερμὰ)Ἤπ. Συνών. ἀμπουρίζω, ἀχνίζω. 2)Ἀπροσ. ἀναδίδεται ἀτμὸς Μακεδ.: Αμπουρι̮άζ' ἰκεῖ πέρα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/