ἀμπράζικος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀμπράζικος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀμπράζικος ἐπίθ. Πελοπν. (Βούρβουρ.)ἀμπράζικος Πελοπν. (Κορινθ.)ἀμπράικος Πελοπν. (Γελίν. Κλουτσινοχ. Κορινθ. Σουδεν.)ἀμπράσικος Πελοπν.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἀμπράζικο οὺδ. τοῦ ἐπιθ. ἀμπράζης.

Σημασιολογία

1)Ὁ ἔχων λευκὸν ἢ ρόδινον χρῶμα εἰς τὰ ἄτριχα μέρη τοῦ σώματος, ἐπὶ ἵππου Λεξ. Ἠπίτ. 2)Βάναυσος, ἀγροῖκος Πελοπν. (Γελίν.)β)Ὁ κακῶς κατεσκευασμένος, χονδροειδὴς Πελοπν. (Βούρβουρ. Κλουτσινοχ. Κορινθ.): Παπούτσι̮α ἀμπράζικα Βούρβουρ. Κορινθ. Συνών. ἄγαρbος 1, κακοφτε͜ιαγμένος. 3)Ἄτακτος, ἀκατάστατος Πελοπν. (Σουδεν.): Ἄχ, μωρὲ ἀμπράικε ἄνθρωπε, τί πετᾷς 'δῶθε 'κεῖθε τὰ σκουτι̮ά σου! Πβ. ἀμπράζης.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/