ἀμπρακκώνω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀμπρακκώνω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀμπρακκώνω, ἀμπρακκώνομαι Λευκ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ Ἰταλ imbracciare.

Σημασιολογία

Θέτω ὑπό τὴν μασχάλην: ᾎσμ. Τὸ Σαββάτο πά' νὰ πλύνω, | Τὸν παλα͜ιοσαγιᾶ μ' ἀφίνω, καὶ τὴν Κυρι̮ακὴ ποῦ σ'κώθ'κα | τὴ ροκκούλλα μ'ἀμπρακ[κώθ'κα (ἐπὶ ὀκνηροῦ, ὅστις καθ' ὅλην τὴν ἑβδομάδα δὲν ἐργάζεται καὶ τὴν Κυριακὴν ζητεῖ νὰ ἐπιδείξῃ τὴν δῆθεν ἐργατικότητά του) .

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/