ἀμπωσε̮ὰ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀμπωσε̮ὰ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀμπωσε̮ὰ ἡ, ἀπ-πωσε̮ὰ Ρόδ. ἀμπωσε̮ὰ ἐνισχ. ἀbωσε̮ὰ Κεφαλλ. 'μπωσκε̮ὰ Σίφν. ἀμπωσία Ζάκ. ἀμ-πωσία Ἀπουλ. 'π-πωσε̮ὰ Ρόδ. 'μπωσία Ζάκ. Πελοπν. (Λακων.)ἀμπωστέα Κύθηρ. ἀbωστε̮ὰ Κρήτ. ἀbωστὲ Δ. Κρήτ. ἀbωσθε̮ὰ Κρήτ. ἀbωθὲ Δ. Κρήτ. (Ἀποκόρ.)'bωθὲ Δ. Κρήτ. (Ἀποκόρ.)ἀμπωχτε̮ὰ Ἤπ. Σῦρ. ἀμπουχτε̮ὰ ἀbωχτὲ Δ. Κρήτ. Ἤπ. (Ζαγόρ. Ἰωάνν.)ἀμπουξε̮ὰ Ἤπ. (Ἀρτ. Ζαγόρ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. ἀμπώθω παρὰ τὸ θέμ. τοῦ ἀορ. ἄμπωσα, παρ'ὃ καὶ ἄμπωξα, ὅθεν τὸ ἀμπουξε̮ά. Τὸ ἀbωστε̮ὰ καὶ ἀμπωχτε̮ὰ ἐκ τοῦ θέμ. τοῦ παθ. ἀορ. ἀμπώστηκα, ἀμπώχτηκα, τὸ δὲ ἀbωθὲ ἐκ τοῦ θέμ. τοῦ ἐνεστ. Πβ. καὶ μεταγν. ἀμπωθία.

Σημασιολογία

1)Ὤθησις, ἀπώθησις ἔνθ' ἀν.: Πάει καὶ τσῆ δίδει μι̮ὰν ἀbωστε̮ὰ καὶ πέφτει καὶ πνίγεται Κρήτ. Τοῦ παίζει μι̮ὰν ἀbωστε̮ὰ καὶ τὸνε ρίχνει μέσα 'ς τὸ γι̮αλὸ αὐτόθ. Καθὼς ἔκαμε νὰ τοῦ δείξῃ, μι̮ὰ ἀμπωχτε̮ὰ τσ' ἔδωκε καὶ τὴν ἔρριξε κάτω Σῦρ. || ᾎσμ. Καινούργι̮ια ἀγάπη καὶ παλα͜ιὰ μὲ βάλανε 'ς τὴ μέση, δῶσε καινούργι̮α τσῆ παλα͜ιᾶς μι̮ὰν ἀbωσθε̮ὰ νὰ πέσῃ Κρήτ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἄμπωσμα Α1. 2) Ἐν τῷ πληθ. ἀμπουξε̮ές, παιδιά, καθ' ἣν οἱ παίζοντες ἱστάμενοι ἀντιμέτωποι ὠθοῦν ἀλλήλους Ἤπ. (ἄρτ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/