ἀμπωσίδι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀμπωσίδι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀμπωσίδι τό, Κέρκ. (Ἀργυρᾶδ.)ἀbωίδι Κρήτ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀμπωσε̮ὰ καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -ίδι, περὶ ἧς ἰδ. ΓΧατζιδ. ἐν Ἐπιστ. Ἐπετ. Πανεπ. 13 (1916/7)168.

Σημασιολογία

Ἡ μετὰ πολλῆς βιαιότητος γινομένη ἀπώθησις ἔνθ'ἀν.: Τοῦ δίνω ἕν' ἀμπωσίδι. Πβ. ἄμπωσμα 1.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/