ἀμπωσματε̮ὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀμπωσματε̮ὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀμπωσματε̮ὰ ἡ, ἀμάρτ. ἀπ-πωματ̮εὰ Ρόδ. ἀbωσματὲ Δ.Κρήτ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. ἄμπωσμα καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -ε̮ά.
Σημασιολογία
Ὤθησις, ἀπώθησις: Νἀ σοῦ 'κω μι̮ὰν άπ-πωματε̮ὰν νὰ πάῃς πέρα 'κεῖ! ('κω = δώκω, δώσω)Συνών. ἰδ. ἐν. λ. ἄμπωσμαΑ1.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA