ἀμπωχτῆρας
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀμπωχτῆρας
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀμπωχτῆρας ὁ, Στερελλ. (Μεσολόγγ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. ἀμπώχνω, δι' ὃ ἰδ. ἀμπώθω.
Σημασιολογία
Ὁ κοντός, διὰ τοῦ ὁποίου ἀπωθοῦν ἢ προωθοῦν λέμβον, ὅταν πλέουν εἰς ἀβαθῆ ὕδατα. Συνών. ἀκόντι 1, κοντάρι, σταλίκι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA