ἀμπωχτὴς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀμπωχτὴς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀμπωχτὴς ὁ, Στερελλ. (Μεσολόγγ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. ἀμπώχνω, δι'ὃ ἰδ. ἀμπώθω. Παρὰ Βλάχ. ἀμπωστής.
Σημασιολογία
Ὁ ὠθῶν, ὁ προωθῶν τι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA