ἀμπωχτοκεφαλι̮άζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀμπωχτοκεφαλι̮άζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀμπωχτοκεφαλι̮άζω Ἤπ. — Λεξ. Ἠπίτ. ἀμπουχτουκιφαλι̮άζου Ἤπ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιρρ. ἀμπωχτοκέφαλα.
Σημασιολογία
1)Ἀμβτ. φέρομαι, πίπτω μὲ τὴν κεφαλὴν πρὸς τὰ κάτω Ἤπ. : Μπουχτουκιφάλι̮ασι αὐτός. Καὶ μετβ. ὠθῶ τινα, ὥστε νὰ πέσῃ μὲ τὴν κεφαλὴν πρὸς τὰ κάτω ἔνθ' ἀν. 2)Καταδιώκω τινὰ Λεξ. Ἠπίτ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA