ἀμυγδαλάκι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀμυγδαλάκι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀμυγδαλάκι τό, σύνηθ. ἀμυγδαλά' Μύκ,
Ετυμολογία
Ὑποκορ. τοῦ οὐσ. ἀμύγδαλο διὰ τῆς καταλ. -άκι.
Σημασιολογία
1)Τὸ μικρὸν ἀμύγδαλον σύνηθ. β)Ἐν τῷ πληθ., τὰ τραχηλικὰ γάγγλια Νουμᾶς 293, 7. Συνών. ἐλα͜ιά. 2)Μικρὸν τεμάχιον ὡς δεῖγμα χρησιμοποιούμενον (ὡς ἔχον δηλαδὴ τὸ μέγεθος μικροῦ ἀμυγδάλου)Σύμ. Συνών. ἀμύγδαλο. 3)Ράβδος ξυλίνη ἐν τῷ κρεμαστῷ ὑφαντικῷ ἱστῷ ἐξαρτωμένη ἐκ τῆς στέγης καὶ φέρουσα τὸν στήμονα ἐκτυλισσόμενον ἐξ αὐτῆς Μύκ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA