ἀμυγδαλὶς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀμυγδαλὶς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀμυγδαλὶς ἐπίθ. Σῦρ. (Ἐρμούπ.)'μυγδαλὶς Θρᾴκ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀμύγδαλο καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -ίς. Διὰ τὸν σχηματισμὸν πβ. θάλασσα - θαλασσίς, μελιτζάνα - μελιτζανὶς κττ.

Σημασιολογία

Ὁ ἔχων χρῶμα ἀμυγδάλου ἔνθ' ἀν.: Φουστάνι ἀμυγδαλί Ἑρμούπ. Ἡ δεῖνα ξέρει νὰ βάφῃ μ' ὅλες τὲς βαφὲς τὰ νήματα, κόκκινο, γαλάζι̮ο, γκρίζο, δεκοχτουρί, 'μυγδαλὶ Θρᾴκ. Συνών. ἀμυγδαλός.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/