ἀμυγδαλογελάστρα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀμυγδαλογελάστρα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀμυγδαλογελάστρα ἡ, Ζάκ. — Λεξ. Βλαστ. — ΣΖαμπελ. ᾌσμ. δημοτ. 744
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ. ἀμύγδαλο καὶ γελάστρα θηλ. τοῦ γελαστής.
Σημασιολογία
Ἡ ἡδέως γελῶσα (ἡ σημ. ἐκ τοῦτου ὅτι κατὰ τὸν γέλωτα οἱ ὀφθαλμοὶ λαμβάνουν σχῆμα ἀμυγδάλου)ἔνθ' ἀν.: ᾎσμ. Μωρὴ καρυδομάγουλη κι̮ άμυγδαλογελάστρα, μωρὴ νεράιδα τοῦ γι̮αλοῦ κι̮ ἀνευροχορταρίστρα ΣΖαμπέλ. ἔνθ' ἀν. Συνών. ἀμυγδαλογελοῦσα. Πβ. ἀμυγδαλοτσακίστρα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA