ἀμυλάρρωστος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀμυλάρρωστος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀμυλάρρωστος ἐπίθ.’μυλ-λάρωστος Κύπρ. –ΔΛιπέρτ. Τζιυπρ. τραούδ. 38.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. ἄμυλο, παρ’ ὃ καὶ μύλ-λα, καὶ τοῦ ἐπιθ. ἄρρωστος.

Σημασιολογία

Ὁ ἐλαφρῶς ἀσθενὴς ἔνθ’ ἀν.: Ποίημ. Νά ’τουν νάκ-κον ’μυλ-λάρρωστη, ἐι̮άστιζεν ταὶ ’ποὺ τὴν λύπην του ἐποκαμάτιζεν (ὅταν ἐνν. ἡ σύζυγός του ἦτο ὀλίγον τι ἀσθενής, ὁ σύζυγος τὰ ἔχανε καὶ ἀπὸ τὴν λύπην του ἀπέκαμνε)ΔΛιπέρτ. ἔνθ’ ἀν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/