ἄμυλο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἄμυλο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἄμυλο τὸ, Καλάβρ.(Μπόβ.)ἀμύλα ἡ Χίος — Λεξ. Λάουνδ. Περίδ. — Κορ. Ἄτ. 2,42 καὶ 5,15 ‘μύλ-λα Κάρπ. Κύπρ. Μεγίστ. Νίσυρ. Ρόδ. Σύμ. Τῆλ. — ΧΠαλαίσ. Θάνατ. Εἰρήν. 9.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἀρχ. οὐσ. ἄμυλον. Περί τοῦ τύπ. ἀμύλα, ὅστις ἐσχηματίσθη κατά τινα ἀναλογ. μεταπλασμόν, πβ. κρέμα, τσίπα κττ., ἰδ Κορ. Ἄτ. 2,42 καὶ 5,15 καὶ Ἄνθ.Παπαδόπ. ἐν Λεξικογρ. Ἀρχ. 5(1918/20)128 κἕξ. Πβ. καὶ ΑΣακελλαρ. Κυπριακ. 2,659. Ὁ τύπ. καὶ παρὰ Σομ., ὁ δὲ τύπ. ΄μύλ-λα καὶ παρὰ Μεουρσ. καὶ Δουκ.
Σημασιολογία
1)Λεπτὴ κόνις ἀλεύρου Καλαβρ.(Μπόβ.)Συνών. καταστατό, νισεστές. 2)Τὸ ἐπὶ τῆς ἐπιφανείας τοῦ βρασμένου γάλακτος σχηματιζόμενον λιπῶδες παχὺ στρῶμα κατὰ τὴν ψῦξιν αὐτοῦ, πῖαρ Χίος. — Λεξ. Λάουνδ. Περίδ. — Κορ. ἔνθ. ἀν. Συνών. και̮μάκι, τσίπα. Πβ. ἀνθόγαλα. β)Ὁ ἐπίπαγος τῆς ασβέστου Χίος. 3)Τὸ λίπος ζῴου καὶ πρὸ πάντων χοίρου Κάρπ. Κύπρ. Μεγίστ. Νίσυρ. Ρόδ. Σύμ. Τῆλ. — ΧΠαλαίσ.ἔνθ. ἀν.: Ἡ ΄μύλ-λα τοῦ οίρου ἔν΄ περίτου καλὴ ‘ποὺ τὴν ΄μύλ-λαν τοῦ τραούλ-λου (περίτου=περισσότερον, τράουλ-λος=τράγος)Κύπρ. Τὸ φαεῖν μας ἔν΄ μὲ τὴν ΄μύλ-λαν τοῦ οίρου αὐτόθ. || Φρ. Μὲ τὴν ΄μύλ-λαν μου τηανίζεις τὸ φλαντίν μου (διὰ τοῦ ἰδίου μου λίπους τηγανίζεις τὸ ἧπαρ μου. Ἐπὶ φρικτῶν βασάνων)αὐτόθ. || Παροιμ. Νηστεύκομεντὸ λαρτὶν ταὶ τρώμεν τὴν ΄μύλ-λαν (λαρτίν=πάχος, λίπος συνήθως τοῦ προβάτου. Ἐπὶ ἀνειλικρινοῦς)αὐτόθ. || Ποίημ. Ἔλεγεν, ἔρωτα πικρὲ, γι̮ατὶ μὲ βασανίζεις, ΄ς τὴν ΄μύλ-λαν μου τὸ κρέας μου γι̮ατί τὸ τηγανίζεις; ΧΠαλαίσ. ἔνθ. ἀν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA