ἀμυλοκέρι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀμυλοκέρι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀμυλοκέρι τὸ, ἀμαρτ. ‘μυλ-λοτέριν Κύπρ. — ΔΛιπερτ. Τζιυπρ. τραούδ. 3,56.
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ. ἀμύλα καὶ κερί.
Σημασιολογία
Κηρίον ἐκ λίπους: Ποίημ. Νὰ λυ̮ῇ, νᾶ στάσ-σῃ ἡ φτωὴ σὰν ‘μυλ-λοτέριν π’ ἅφτει, νὰ καρτερᾷ τὸν θάνατον μερόνυχτα πκεὸν νᾶ ΄ρτῃ. Συνών. ἀλειματοκέρι, ξυγγοκέρι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA